ὑπομνήματος

ὑπομνήματος
ὑπόμνημα
reminder
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • Αγαθάγγελος — I (; – Αδριανούπολη 1832).Οικουμενικός πατριάρχης (1826 30) από την Αδριανούπολη. Έγινε μοναχός στη μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους και στις αρχές του 18ου αι. στάλθηκε ως προϊστάμενος στο ιβηρικό μετόχι της Μόσχας. To 1815 χειροτονήθηκε μητροπολίτης …   Dictionary of Greek

  • προσυποτάσσω — Α επισυνάπτω κάτι ακόμη («προσυποτάξας καὶ τοῡ ὑπομνήματος ἀντίγραφον», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑποτάσσω «τάσσω, επιτάσσω, επισυνάπτω»] …   Dictionary of Greek

  • συγχώρηση — η / συγχώρησις, ήσεως, ΝΜΑ και συγχώρεση και σ(υ)χώρεση Ν, και σουγχώρεισις Α [συγχωρῶ] η ενέργεια τού συγχωρώ, παροχή συγγνώμης, άφεση αμαρτιών (α. «ζήτησε συγχώρηση για το κακό που τους έκανε» β. «ἵνα τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων... συγχώρησιν… …   Dictionary of Greek

  • υπομνηματικός — ή, ό / ὑπομνηματικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπόμνημα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ὑπόμνημα ή αυτός που χρησιμεύει για υπόμνημα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ερμηνευτικές σημειώσεις, σε σχόλια κειμένων αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… …   Dictionary of Greek

  • Αγάπιος — I Όνομα λογίων και φιλοσόφων. 1. Αιρετικός, μαθητής του Μάνητα (3ος αι. μ.Χ.). Σύμφωνα με τον Φώτιο, έγραψε δύο έργα όπου εξέθετε μανιχαϊκές δοξασίες. 2. O Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.). Γιατρός και λόγιος από την Αλεξάνδρεια. Δίδαξε ιατρική στην… …   Dictionary of Greek

  • Κεβέντο ι Βιλιέγκας, Φρανθίσκο ντε- — (Francisco de Quevedo y Villegas, Μαδρίτη 1580 – Βιλιανουέβα δε λος Ινφάντες 1645). Ισπανός συγγραφέας. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών. Αρχικά μαθήτευσε σε ένα σχολείο ιησουιτών και ύστερα σπούδασε κλασική φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Αλκαλά… …   Dictionary of Greek

  • Σόμερφελντ, Άρνολντ — (Sommerfeld). Γερμανός θεωρητικός φυσικός (Κένιξμπεργκ 1868 Μόναχο 1951). Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της γενέτειράς του, δίδαξε μαθηματικά και μηχανική στο Κλάουστχαλ και στο Άαχεν, για να γίνει κατόπιν (1906) καθηγητής της θεωρητικής φυσικής στο… …   Dictionary of Greek

  • Σωτηρίου, Ζήσης — Αγωνιστής του 1821 και λόγιος. Καταγόταν από τον Όλυμπο. Κατά την Επανάσταση αγωνίστηκε στη Χαλκιδική κάτω από τις διαταγές του Εμμ. Παπά και, μετά την καταστολή της, πήρε μέρος σε διάφορες μάχες στη Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο. Το 1834… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”